βεβηλώσεως

βεβηλώσεως
βεβηλώσεω̆ς , βεβήλωσις
profanation
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πατήτιον — τό, Μ [πατώ] (ως ένδειξη βεβηλώσεως) ίχνος πατήματος …   Dictionary of Greek

  • Πάολο Ουτσέλο, Πάολο ντι Ντόνο, ο επονομαζόμενος– — (Uccello, Πρατοβέκιο, Φλωρεντία 1397 – Φλωρεντία 1475). Ιταλός ζωγράφος. Το 1407 ήταν βοηθός του Γκιμπέρτι και πιθανόν μαθητής του Γκεράρντο Σταρνίνα. Από το 1425 μέχρι το 1430 βρισκόταν στη Βενετία και κατασκεύασε μαζί με άλλους ψηφιδωτά για τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”